Ιστορία και Πολιτισμός
Η Κωμόπολη του χθες και του σήμερα
«Χύτρη. ήτον και αυτή χώρα μακράν της Λευκοσίας κατά ανατολάς ως τρεις λέγες. Είναι κειμένη προς τους πόδας του όρους κατά τον βορέαν. Τώρα λέγεται πολιτεία Κυθρέα. Είναι τόπος ευφρόσυνος, διά τα περιβόλια της μετάξης όπου έχει, και άλλων δένδρων καρποφόρων. Έχει μίαν βρύσιν μεγάλην, της οποίας τα νερά διαμοιράζονται εις διάφορα μέρη, και γυρίζουσι δι’ αυτών πολλοί νερόμυλοι, αλέθοντες σιτάρι, και άλλα παρόμοια. Εις τα κάτωθεν αυτής μέρη γεωργείται αρκετόν μαμβάκιον, μετάξη γίνεται όχι ολίγη. αυτής της βρύσεως τα νερά, εις την Σαλαμίνα τον παλαιόν καιρόν, των οποίων αυλακίων και καμάρων, έτι σημεία φαίνονται έξωθεν της Σαλαμίνας, ή παλαιάς Αμμοχούστου.»
Έτσι μας εισάγει στον τόπο της Κυθρέας ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, στην εξαιρετική εκείνη «Ιστορία Χρονολογική της νήσου Κύπρου.» Μια ιστορία των χρόνων του νεοελληνικού διαφωτισμού και της Φιλοκαλικής Αναγέννησης, που εκδίδεται στη Βενετία. Ενετίησιν εν έτει 1788. Μ’ αυτό το λησμονημένο πια σχεδόν γλωσσικό ύφος και μ’ αυτή την αρχαιόπρεπη που ψηλαφώντας τα παλιά λεξικά, βρίσκουμε κι εκείνο το:
«Κυθρέα (κοιν. Τζυρκά) [Γεωγρ.] Κωμόπολις εν Κύπρω εν τη επαρχία Λευκωσίας, απέχουσα της πρωτευούσης της νήσου μεθ’ ης συνδέεται δι’ αμαξιτού οδού και σιδηροδρομικώς, οκτώ αγγλ. μίλια. Κάτοικοι 2400, άπαντες Έλληνες.»
«Τόπος ευφρόσυνος», άλλοτε, λοιπόν, η Κυθρέα «διά τα περιβόλια της μετάξης όπου έχει, και άλλων δένδρων καρποφόρων.» Κι ακόμα, «Έχει μίαν βρύσιν μεγάλην» κλπ. Όμως, τώρα, όλα αυτά εξέλιπαν. Χάθηκαν. Όλα, πλέον, έχουν αλλάξει. Τίποτε δεν θυμίζει το μαγικό και ονειρικό τόπο της Κυθρέας, καθώς πια στην Κυθρέα, για να θυμηθούμε τον Διονύσιο Σολωμό, «δεν έμεινε μήτε ένα κλωνάρι/φιλέρημο πουλάκι να καθίση, /το βράδυ, την αυγή, να κιλαϊδήση.»
Μιλώντας, έτσι,για την Κυθρέα, ένα τόπο βεβηλωμένο και λεηλατημένο και αγνώριστο, ένα τόπο που έχει, όμως, πια αγιάσει, εξαιτίας των μαρτύρων και των θυμάτων της εισβολής των Τούρκων και της σφαγής του ’74, θα ήθελα να επιχειρήσω μια ανάγνωση κάποιων ενδεικτικών πηγών, που αναδεικνύουν και διαγράφουν το διαχρονικό και εξόχως ελληνικό πρόσωπο της Κυθρέας. Αυτό το άλλοτε της ελληνικής Κυθρέας. Της μαγείας και της ωραιότητος και της ευφροσύνης. Γιατί το σήμερα το ψηλαφούμε με οργή και απόγνωση και πόνο, καθώς η Κυθρέα, που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε και κρατάμε εντός μας, εξέλιπε. Παραμένει ένας έρημος, λεηλατημένος τόπος. Τουρκοκρατούμενος. Σε μια δεύτερη Τουρκοκρατία της εθνοκάθαρσης και του διωγμού και της βίαιης εξορίας του ελληνικού πληθυσμού.
«Χύτροι, ή χύτρη, πόλις Κύπρου, ην ονομάσθαι μεν ξεναγώρας φησίν από Χύτρου του Αλέδου του Ακάμαντος. Αλεξάνδρ. παρά Στεφάν. περί Κύπρου», σημειώνει ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός.
Και στο επιστημονικώς στιβαρό, πολύτομο έργο του Κυριάκου Χατζηιωάννου Η αρχαία Κύπρος εις τας Ελληνικάς πηγάς, συναντούμε μια σειρά από σχετικά λήμματα για το βασίλειο και την πόλη των Χυτρών:
«Στέφ. Βυζ. εν λ. «Χύτροι, Κύπρου πόλις, ην ωνομάσθαι μεν Ξεναγόρας φησίν υπό Χύτρου του Αλεξάνδρου του Ακάμαντος.» -Χύτροι, πόλη της Κύπρου, που ο Ξεναγόρας λέει πως πήρε τ’ όνομά της από τον γιο του Αλεξάνδρου του γιου του Ακάμαντος. Αυτά ο Στέφανος Βυζάντιος τον 5ο μ.Χ. αιώνα.
Από τον βασιλικό οίκο, λοιπόν, των Αθηνών οικίσθηκε η Κυθρέα, τότε, με τον πρώτο εκείνο ελληνικό αποικισμό, ύστερα από τον Τρωικό πόλεμο και την επιστροφή των ηρώων, ένα αποικισμό, ύστερα από τον Τρωϊκό πόλεμο και την επιστροφή των ηρώων, ένα αποικισμό, που ανάγεται μεν στο μύθο, συναντάται, όμως, με την ιστορία. Από τον Χύτρο, λοιπόν, υιό του Αλεξάνδρου, υιό του Ακάμαντος, που ήταν γυιος του Θησέως, βασιλέως των Αθηνών. Από τον οίκο, λοιπόν του Θησέως. Το βασιλικό οίκο των Αθηναίων. Από Αθηναίους αποίκους, λοιπόν οι Χύτροι. Στα τοπία του ελληνικού μύθου και της ελληνικής ιστορίας ανάγεται έτσι η Κυθρέα. Που ξέρουμε, όμως, πού σταματά ο μύθος και που αρχίζει η ιστορία; Γιατί, όπως μας αποκάλυψε νεότερη αρχαιολογία, ο μύθος, πολλές φορές, είναι περισσότερο ή τουλάχιστον εξίσου «έγκυρος» με την ιστορία.
Όμως, το όνομα της πόλεως Χύτροι παραπέμπει και στην πηγή του Κεφαλόβρυσου, όπως εκεί στη Λοκρίδα, στις Θερμοπύλες, με τις θερμές εκείνες πηγές, «έστι δε εν τη εσόδω ταύτη θερμά λουτρά, τα Χύτρους καλέουσι», αναφέρει ο Ηρόδοτος. Χύτροι, λοιπόν στην Κύπρο και Χύτροι κοντά στις Θερμοπύλες, στη Λοκρίδα. Αργότερα συναντούμε το ιωνικό όνομα Κύθροι και Κυθρία, μέχρι το Κυθηρεία, στα χρόνια του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου και Κυθρέα και Τζυρκά. Όπως σημειώνει, ακόμα, ο Κυριάκος Χατζηιωάννου: «Το όνομα της αρχαίας πόλεως βρίσκεται ήδη στο πρίσμα του Ασσύριου βασιλιά Esarhaddon (673 π.Χ.) ως Kitrusi και ήταν ένα από τα δέκα βασίλεια της Κύπρου με βασιλιά τον Pilagur, που φαίνεται ότι είναι το ελληνικό όνομα Πυλαγόρας.»
Πόλις ελληνική οι Χύτροι. Έτσι, από την προϊστορία, ως τους ιστορικούς χρόνους, τη Μυκηναϊκή εποχή, την αρχαϊκή, την κλασική, την ελληνορωμαϊκή, καθώς και τη Βυζαντινή, συναντούμε στοιχεία και ευρήματα, ενός διαχρονικού και χωρίς διακοπές ελληνικού πολιτισμού, και τούτο, μέχρι τον 10ο αιώνα μ.Χ., όταν με τις Αραβικές επιδρομές και την καταστροφή και τη λεηλασία, πού ακολουθεί, η Κυθρέα κτίζεται και ανοικοδομείται εξ υπαρχής, δυτικότερα της ακροπόλεως και της Βυζαντινής κωμοπόλεως, νοτίως της πηγής του Κεφαλοβρύσου.
Ξεκινώ, λοιπόν, με το Βασίλειο των Χυτρών, που τα όριά του, σύμφωνα με τον ιστορικό των αρχών του περασμένου αιώνος, τον Ι. Κ. Περιστιάνη στη Γενική Ιστορία της Νήσου Κύπρου, ορίζονται ως εξής:
«Ανατολικώς υπό του βασιλείου της Σαλαμίνος, νοτίως υπό ων των Γόλγων και Ιδαλίου, νοτιοδυτικώς υπό του της Λήδρας, προς δυσμάς και βορράν υπό των βασιλείων της Λαπήθου και Κερύνειας… Το ανατολικόν όριον φαίνεται ημίν ότι ήτο το στενόν της Ακανθούς (Αλκάθου)… Το πλησιέστερον ανατολικόν όριον των Χυτρών είνε το νυν χωρίον Πέτρα του Διγενή. Το νοτιοανατολικόν περιελάμβανε το Κουρού Μοναστήριον, την Επιχώ, την Συκάν (τόπο γεννήσεως του Αγ. Δημητριανού), το νότιον την Παλαιάν χώραν, το Παλαίκυθρον, Έξω Μετόχιον, Βώνην και Βέι Κιόϊ, το νοτιοδυτικόν το Τραχώνι, Νέον Χωρίον και την κωμόπολιν της Κυθρίας, το βορειοδυτικόν την μεγάλην πηγήν του Κεφαλόβρυσου, την τοποθεσίαν «Κοτσινόλανταν», ¨Ασπρόμανδραν» μέχρι τηε θέσεως του Φυλλερίου και του όρους Πενταδακτύλου, και ίσως μέχρι του Κάτω Δικώμου ή του στενού της Κερύνειας, το βόρειον την Πλατανιώτισσαν, και ίσως, το Αρμενικόν Μοναστήριον μέχρι της τοποθεσίας «Πλάκας», επί της βορείας ακτής, δυτικώς του Αγίου Αμβροσίου, το δε βορειοανατολικόν περιελάμβανε την τοποθεσίαν «Μάνδρα του ΚΚουνιά» εις τους πρόποδας της οροσειράς του Πενταδακτύλου και την Χαλεύκασιν.»
Το βασίλειο των Χύτρων απομένει τώρα ένας τεράστιος αρχαιολογικός χώρος, συλημένος εν πολλοίς και λεηλατημένος. Ποιος ξέρει, όμως, τι κρύβει ακόμα στα σπλάχνα του και τι μέλλεται να φέρει στο φως και τι κάποτε θα μας αποκαλύψει η αρχαιολογική έρευνα και σκαπάνη? Σε μας, και στη μνήμη μας, απέμεινε εκείνη η μεγάλη περιοχή του Αγίου Δημητριανού, όπου η Ακρόπολη των Χύτρων, ανάμεσα σε δύο χειμάρρους, τα θεμέλια της μεγάλης Βυζαντινής Εκκλησίας, που απεδόθη, αργότερα, στον πολιούχο άγιο της Κυθρέας, επίσκοπο Δημητριανό, τον θαυματουργό, από το χωρίο Συκά, δίπλα από το Παλαίκυθρο.
«Τα όρια της πρωτευούσης των Χύτρων κείνται μεταξύ των Αλωνίων εις την τοποθεσίαν «Κονόμηδες» του χειμάρρου των αλωνίων τούτων προς δυσμάς και της Βίκλας χειμάρρου προς ανατολάς… Η μεταξύ των δύο ειρημένων χειμάρρων επιμήκης έκτασις καλείται άγ. Δημητριανός, εν αυτή δε πολλά ερείπια φαίνονται και πολλά ευρήματα κατά διαφόρους εποχάς ανεκαλύφθησαν…»
Έτσι μας περιγράφει ο Περιστιάνης, λεπτομερώς, τον αρχαιολογικό χώρο με τις ανασκαφές και τους τάφους, τα σχετικά ευρήματα. Εκεί στην περιοχή του Αγίου Δημητριανού, όπου η Ακρόπολη των Χύτρων, στο ύψωμα «Κατσουρκάς», και η βασιλική του Αγίου Δημητριανού ναός τεράστιος, που φαίνεται πως προϋπήρξε του αγίου, απεκαλύφθησαν ταφές και ευρήματα μεγάλης αρχαιολογικής σημασίας, που τα συναντούμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο ή διάσπαρτα στα μουσεία του κόσμου, εξαιτίας της δράσης των αρχαιοκάπηλων.
Πηγαίνοντας πίσω στην αρχαία ακρόπολη των Χύτρων και την πηγή, που βρίσκεται βόρεια και δυτικά της αρχαίας πόλεως, συναντούμε το μεγάλο υδραγωγείο, που μετέφερε και ύδρευε την πόλη, αλλά και που έφτανε ως την αρχαία Σαλαμίνα. Τα κατάλοιπα αυτού του υδραγωγείου ήταν εμφανή, όπως και εκείνο το Ρωμαϊκό υδραγωγείο, που συναντούσαμε καθ’ οδόν προς τη Σαλαμίνα. Ένα έργο απίστευτης τεχνικής αντοχής.
«Ένα σπουδαίον σημείον της ιστορίας των Χύτρων… είναι και το ζήτημα της υδρεύσεως της πόλεως των Χύτρων. Η κυρίως πόλις κείται υπερ το 1 Αγγλικόν μίλιον νοτιοανατολικώς της μεγάλης πηγής του Κεφαλόβρυσου. Εκ της πηγής ταύτης ακριβώς παρακολουθούμεν τα λείψανα του μεγάλου υδραγωγείου της Ρωμαϊκής περιόδου, όπερ βεβαίως ήτο και το θδραγωγείον της αρχαιοτέρας περιόδου επιδιορθωθέν και μεγεθυνθέν ως εκ της ανάγκης της διοχετεύσεως μέρους του ύδατος τούτου εις την Σαλαμίνα. Το υδραγωγείον από της πηγής ακολουθεί νοτίαν διεύθυνσιν προς το υψηλόν βουνόν «Σελλάς» παρά τους πρόποδας του οποίου διακλαδούται εις δύο μεγάλας αρτηρίας λιθοκτίστου υδραγωγείου… δι’ ου διωχετεύετο το ύδωρ εις το κάτω άκρον της πόλεως. Από του βουνού «Σελλάς» φαίνεται ότι πλην της εις την Ακρόπολιν αρτηρίας υπήρχε και έτερον μικρόν υδραγωγείον φέρον το ύδωρ εις τον εν τη τοποθεσία Σκαλί ναόν της Παφίας Αφροδίτης και εις το δυτικόν τμήμα της πόλεως. Ετέρα μεγάλη αρτηρία ακολουθούσα βορειοανατολικήν διεύθυνσιν ύδρευε το υψηλότερον βόρειον τμήμα της πόλεως μέχρι σημείου τινός κάτωθι της τοποθεσίας «Μάνδρα του Κκουνιά» ένθα υπήρχε συνοικία τις …
Εκ δε της συνοικίας ταύτης το υδραγωγείον. Λαμβάνον νοτίας και νοτιοανατολικήν διεύθυνσιν διήρχετο βορείως της Πέτρας του Διγενή, νοτίως του Τζάδους, κατήρχετο την Βιτζάδαν και διερχόμενον νοτίως της Μονής Αυγασίδος και ανατολικώτερον μεταξύ της Μονής του Αποστόλου Βαρνάβα και Αγίου Σεργίου απέληγεν εις την Σαλαμίνα. Πλησίον του Αγ. Σεργίου σώζονται αψίδες του υψηλού τούτου υδραγωγείου και εν τη πόλει της Σαλαμίνος μεγάλη υδραποθήκη.»
Καθώς μιλάμε για τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους, στέκομαι στο μοναδικό και σπουδαίο για το Κυπριακό μουσείο εύρημα του αγάλματος του Ρωμαίου εκείνου αυτοκράτορος Σεπτιμίου Σεβήρου, ενός σκληρού και απηνούς διώκτου των Χριστιανών. Επιβλητική, γυμνή μορφή, σύμφωνα με τα στερεότυπα της ρωμαϊκής τυπικής πλαστικής. Η σύνδεση του Σεπτιμίου Σεβήρου με τους Χύτρους φαίνεται να σχετίζεται, ίσως, με την οικοδόμηση του τεράστιου Ρωμαϊκού υδραγωγείου, από την πηγή, ως την Ακρόπολη και την πόλη των Χύτρων, αλλά και του υδραγωγείου προς την πόλη της Σαλαμίνος, έργο που αναβάθμισε και ολοκλήρωσε ο Ιουστινιανός.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα από το αρχαίο εκείνο βασίλειο των Χύτρων δεν περιορίζονται στο ορειχάλκινο άγαλμα του Σεπτιμίου Σεβήρου ούτε στο αρχαίο υδραγωγείο ούτε στο ασφαλώς στα νομίσματα και τα κτερίσματα και τα αγγεία.
Είναι ακόμα μια σειρά από επιγράμματα ταφικά, που έχουν καταγραφεί και αντιγραφεί και διασωθεί, προβάλλοντας και αναδεικνύοντας ένα εκπληκτικό, αρχαιοελληνικό, ποιητικό λόγο. Αντιγράφω, έτσι, ενδεικτικά και μόνον, το εκπληκτικό εκείνο ταφικό επίγραμμα της Σωστράτης, «μιας Κυθρεώτισσαςπου πήγε στον τάφο με τον καημό του πατέρα της να την παντρέψη»:
«Σαν τρυφερό κλωνάρι ελιάς απ’ τα φυσήματα του ανέμου
εγώ η Σωστράτη κόπηκα απ’ του πατέρα τους θαλάμους.
Όνομα κούφιο ο γάμος μου για σε, γιατί αυτή που ανάθρεψες
μεσ’ απ’ τις πιο γλυκιές φροντίδες, ανύπανδρη απομένω τώρα
ναι, μα μιας και χώρισ’ από δαύτα την ψυχήν μου ο Θεός,
χαρήτε τα παιδιά σας τώρα που σας μένουν,
και στους θεούς τους κάτω αιώνια κάνω προσευχές.»
Είναι μια από τις πολλές επιγραφές που έχουν ανευρεθεί και καταγραφεί από το βασίλειο των Χύτρων, και που συναντούμε στις σχετικές ιστορικές πηγές. Στέκομαι εδώ στην ποιητική αρτιότητα, αλλά και στην αναφορά του ποιητή στη νεαρή Σωστράτη, που παρομοιάζει «σαν τρυφερό κλωνάρι ελιάς απ’ τα φυσήματα του ανέμου που κόπηκε απ’ του πατέρα της τους θαλάμους», εικόνα που παραπέμπει στους ελαιώνες της Κυθρέας.
Στέκομαι, ακόμα, σε ένα εκπληκτικό απόσπασμα της αρχαιότητος για το μέλι της Κυθρέας, που συναντούμε στο «Γεωπονικόν» του Διοσκούρου: «Άριστον μέλι το Αττικόν, και του αττικού το Υμήττειον, και του Κυπρίου το Χύτριον.»
Η αρχαία πόλη των Χύτρων ή Κυθρών ή Κυθηρείας καταστρέφεται με τις επιδρομές τον 10ο ή 11ο αιώνα. Πριν φτάσουμε εδώ, στέκομαι και πάλι σ’ αυτή την έξέλιξη του ονόματος της πόλεως των Χύτρων. Χύτροι, λοιπόν, στην ελληνική αρχαιότητα και Κύθροι, αργότερα, κατά την Ιωνική διάλεκτο, και Κυθηρεία, κατά τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο. Θυμάμαι το εικόνισμα του Αγίου Δημητριανού, στο ναό του Αγίου Ανδρονίκου: «Άγιος Δημητριανός, Επίσκοπος Κυθηρείας της Κύπρου.»
Γυρίζοντας στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους , με τη σύνοδο της Νίκαιας, φαίνεται πως ο επίσκοπος των Χύτρων συμμετέχει σ’ αυτή την ιστορικώς κρίσιμη Οικουμενική Σύνοδο, μαζί με τους άλλους 14 επισκόπους της Κύπρου, μεταξύ των οποίων ήτο ο άγιος Σπυρίδων, επίσκοπος Τριμυθούντος, ο θαυματουργός. Δεν ξέρουμε ποιος από τους πιο κάτω αταύτιστους επισκόπους, που μνημονεύονται, «δηλ. Αυξίβιο, Φώτιο, Γελάσιο, Αφροδίσιο, Ειρηνικό, Νουνέχιο, Αθανάσιο, Μακεδόνιο, Νορβανό, και Στασικράτη», ήταν ο επίσκοπος Χύτρων.
Διαβάζουμε, ακόμα, στον Κυριάκο Χατζηιωάννου: «εν ταύτη τη Κυρηνεία βουλομένου του αγίου ημών Σπυρίδωνος… απιέναι, συνέβη αυτόν δια Κυθρίας της πόλεως διελθείν και δια του όρους του καλούμενου Πενταδακτύλου την πορείαν ποιήσασθαι.» Να, λοιπόν, και πάλι η Κυθρία και το όρος Πενταδάκτυλος και ο άγιος Σπυρίδων, επίσκοπος Τριμυθούντος, ο θαυματουργός.
Μιλώντας για την ιστορική δοκιμασία και περιπέτεια των Χριστιανών των Κυθρών ή της Κυθρίας, είναι σημαντικό να σταθούμε στις Αραβικές επιδρομές, που οδηγούν στην καταστροφή και τη λεηλασία και την αιχμαλωσία των κατοίκων της. Έτσι συναντούμε αυτά τα γεγονότα των Αραβικών εοιδρομών και στο Συναξάριον του Βίου του Αγίου Δημητριανού, επισκόπου Χύτρων, μέσα από το εκδοθέν χειρόγραφον της Μονής Σινά, αλλά και στη συναγωγή που αναφέρεται στους εν Κύπρω διαλάμψαντες αγίους.
«Δημητριανός Επίσκοπος Χύτρων. Τούτου ο βίος διεσώθη εις χειρόγραφον της Μονής Σινά, εκδοθέν υπό του H. Gregoire. Ούτος εγεννήθη επί της εποχής του αυτοκράτορος Θεοφίλου (829-840) εις το χωρίον Συκάν (ηρειπωμένον σήμερον) της επαρχίας Λευκωσίας. Εις ηλικίαν δεκαέξ ετών εισήλθεν εις την Μονήν του Αγ. Αντωνίου παρά την πόλιν Χύτροι (την σημερινήν κωμόπολιν Κυθρέαν). Παρέμεινεν εν τη Μονή επί τεσσαράκοντα έτη, ότε ο Επίσκοπος Χύθρων Ευστάθιος εχειροτόνησε τον Δημητριανόν Επίσκοπο Χύτρων. Διεκρίθη διά την αγιότητα του βίου του και την υπέρ του ποιμνίου του μέριμναν. Όταν περί το 912 οι Άραβες επέδραμον κατά της Κύπρου δηώσαντες αυτήν και απαγαγόντες πλήθος αιχμαλώτων εις Βαγδάτην, ο Δημητριανός, καίτοι γέρων, ηκολούθησε το ποίμνιόν του εις την εξορίαν, μετά τινα δε χρόνον επέτυχε, συνεπικουρούμενος και υπό του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου του Μυστικού, επιτροπεύοντος τότε τον ανήλικον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄τον Πορφυρογέννητον, την απελευθέρωσιν και επιστροφήν των αιχμαλώτων στην Κύπρον. Τιμάται μεγάλως εν Κύπρω και τέσσερες τουλάχιστον ναοί είναι αφιερωμένοι εις αυτόν. Εικονίζεται επίσης εις τοιχογραφίας διαφόρων ναών. Η μνήμη του Αγ. Δημητριανού εορτάζεται την 6ην Νοεμβρίου.»
Αυτά λοιπόν για την καταστροφή των Κυθρών ή της Κυθηρείας πόλεως και για τον άγιο Δημητριανό. Συναντούμε ακόμα εκείνο του Ιωάννου, μαθητού Επιφανίου:
«Ην δε τις επίσκοπος (Δημητριανός) όσιος ανήρ από σημείων είκοσι πέντε της Σαλαμινίων πόλεως χειροτονηθείς, εν πόλει οικτρά, Χυτρία καλουμένη. τούτον έλεγον έχειν εν τη επισκοπή πεντήκοντα οκτώ ενιαυτούς.»
Μιλώντας, όμως, για τη Βυζαντινή περίοδο της Κυθρέας, είναι πιστεύω σημαντικό να μνημονεύουμε και τους διαλάμψαντες αγίους της. Είναι κι αυτό ένα ελάχιστο μνημόσυνο για τους αγίους πατέρες της καημένης Κυθρέας, που τους αισθανόμαστε να την σκέπουν. Να θλίβονται και να πονούν και να ικετεύουν τον Κύριο, για όσα δεινά υπέστη η Κυθρέα και η Κύπρος:
«Αθανάσιος Χύτρων. Ο Μαχαιράς αναφέρει τούτον ως Επίσκοπον Χύτρων (περιοχή Κυθρέας της επαρχίας Λευκωσίας). Ως υπό του Μαχαιρά ούτω και υπό του συγγραφέως του βίου του Αγ. Δημητριανού ο Αθανάσιος Χύτρων θεωρείται διάδοχος του Αγ. Πάππου: «…εν η προ πολλών άλλων Πάππος τε και Αθανάσιος οι τω της φύσεως συνδέσμω ως τω του πνεύματος συνδεόμενοι, και μεγάλων αυτουργοί θαυμάτων γενόμενοι κατά διαδοχήν την καθέδραν εδέξαντο». Εάν αποδεχθώμεν ως ακριβή την πληροφορίας εκ του βίου του Αγ. Επιφανίου ότι ο Πάππος έζησε τον 4ον αιώνα, τότε και ο Αθανάσιος δέον να θεωρηθή ως Επίσκοπος Χύτρων κατά τον ίδιον αιώνα.
Επιφάνιος, Αναφέρεται υπό του Μαχαιρά μεταξύ των εκ Παλαιστίνης τριακοσίων και ως ασκήσας παρά το χωρίον Κυθρέαν της επαρχίας Λευκωσίας. «Προς την Κυθρίαν ο άγιος Επιφάνιος το κοιμητήριν του είναι εις μοναξίαν, και οι τόποι ερημώθησαν επήραν την αγίαν του κάραν και τα εικονίσματα και έβαλαν τα εις φύλαξιν εις τον Κουτζουβέντην». Εις τον τόπον, ένθα ήσκησε, σώζεται ηρειπωμένος ναός αυτού.
Ευστάθιος Επίσκοπος Χύτρων. Αναφέρεται υπό του Μαχαιρά ως Επίσκοπος Χύτρων. Μνεία του Αγ. Ευσταθίου γίνεται και εις τον βίον του Αγ. Δημητριανού, ένθα αναφέρεται, ότι ο Χύτρων Ευστάθιος εγένετο αργότερον Αρχιεπίσκοπος. Αγνοείται υπό των συναξαριστών.
Νικήτας Επίσκοπος Χύτρων. Αναφέρεται υπό του Μαχαιρά ως Επίσκοπος Χύτρων, καταριθμείται δε μεταξύ των Κυπρίων Αγίων. Αγνοείται υπό των συναξαριστών.
Πάππος Επίσκοπος Χύτρων. Αναφέρεται υπό του Μαχαιρά ως Επίσκοπος Χύτρων. Μνεία του τούτου γίνεται και εις τον βίον του Αγ. Επιφανίου, ένθα χαρακτηρίζεται ως ομολογητής, ως και εις τον βίον του Αγ. Δημητριανού. Αγνοείται υπό των συναξαριστών.
Σπυρίδων Επίσκοπος Χύτρων. Ούτος μετέσχε και υπέγραψε τα Πρακτικά της Ζ΄ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου τω 787.»
Η Ενετοκρατία μας παραδίδει πλήθος εγγράφων και πληροφοριών για τη διαχείριση και αξιοποίηση του πλούτου της Κυθρέας. Καθώς η Κυθρέα αναδεικνύεται σε οικονομικό κέντρο με τους νερόμυλούς της, δεν είναι τυχαίο που συναντούμε πλήθος από έγγραφα οικονομικής εκμετάλλευσής τους. Πηγή, λοιπόν, πλούτου και ενίσχυσης των κρατικών ταμείων της Γαληνοτάτης η Κυθρέα.
«Με ελαφρές τροποποιήσεις στη διατύπωση, το συμβούλιο των δέκα αποδέχεται την αίτηση, που ο Christoforo Chieri, γιος του μακαρίτη Marco υπέβαλε συη Γαληνοτάτη για την αγορά δύο μύλων στην Κυθρέα στο εμπαλείο Παλαικύθρου. Ο ένας μύλος, που ονομαζόταν Μοσχοπόδας (Muscopoda) συνήθως ενοικιαζόταν έναντι 80 δουκάτων για κάθε 5 χρόνια και ο άλλος ονομαζόταν μύλος του Τρινάλη (Ternali), που επίσης ετίθετο σε δημόσιο πλειστηριασμό αντί 101 δουκάτων και 2 βυζαντίων τον χρόνο… Ο Christoforo Chieri υποχρεούται να δίνει οποιεσδήποτε άλλες παραχωρήσεις…» κτλ.
Τελειώνοντας η Φραγκοκρατία και Ενετοκρατία συναντούμε στην Κυθρέα τη μεγάλης ιστορικής σημασίας επιτάφιο πλάκα της ευγενούς εκείνης αρχόντισσας, όπως ανευρέθη στον τάφο της, εκεί στην εκκλησία, στο παρεκκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Έχουμε εδώ τους εξελληνισμένους, πλέον δυτικούς κατακτητές:
«Ενταύθα δη κεκοίμηται θυγάτηρ Ακυλίνα
του Ιωάννου του ποτέ επόπτου των Λευκάρων
του γαρ το γένος έλκοντος εξ ευγενών Σμερλήνων
ήτις συμβίος πέφυκεν του τε Νολία Φραγκίσκου
Φλακί και μακαρίσατε αυτή οι εντυχόντες»
Από την άλλη η Κυθρέα συνδέεται με τους άρχοντες της Βενετίας, με το Φλαγγινιανό εκείνο σπουδαστήριο της Βενετίας, που θα στεγάσει αργότερα τον Άγιο Γεώργιο της Βενετίας και το σπουδαστήριο του παροικιακού ελληνισμού μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερης σημασίας είναι αυτή η επιτάφιος πλάκα, γιατί επιβεβαιώνει τη χριστιανική παρουσία στην περιοχή, στο ύψωμα, όπου ήταν και είναι το παρεκκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, τοποθεσία που διεκδικούσαν, στο τέλος του 19ου αιώνος, οι Μουσουλμάνοι.
Μια περίοδος, που χρήζει ιδιαίτερης διερεύνησης και ιστορικής επισκόπησης, με τη μελέτη οθωμανικών εγγράφων είναι αυτή της τουρκοκρατίας. Ήδη συναντούμε στο πολύτομο και μνημειώδες έργο του Ιωάννη Θεοχαρίδη «Οθωμανικά έγγραφα» πλήθος εγγράφων που αναφέρονται στην Κυθρέα και σχετίζονται, κατά το πλείστον, με θέματα οικονομικά, θέματα διαχείρισης περιουσιών, όπως ενοικιάσεις και αγορά γης, χρήση νερόμυλων κ.ά. Ανάλογα έγγραφα συναντούμε και στον πρόσφατο τόμο της Μονής Μαζαιρά, για τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, με σχετική συναγωγή εγγράφων. Σε σχέση με τους νερόμυλους της Κυθρέας ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά σε έγγραφο που υπογράφει το 1820 ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, όπως το συναντούμε στον τόμο «Δια την Εκκλησίαν της Κύπρου» του Βενέδικτου Εγγλεζάκη: «δίδομεν διά πόζητον εις την ευγένειάν των ή ενέχυροα… και επί τούτοις, τους εν Κυθρέα δύο μύλους μας ονομαζομένους ο μεν «Ιατρός» ο δε «Κορόμυλος».
Αυτά σε ένα συμφωνητικό έγγραφο, με ημερομηνία 23 Νοεμβρίου 1820, για τη διαχείριση της περιουσίας του προσφάτως αποθανόντος, κατά τον Βενέδικτο Εγγλεζάκη, εξαδέλφου του αρχιεπισκόπου Κυπριανού, Μεγάλου Οικονόμου Παπά Σάββα, πατέρα του Κυπριανού, Νικολάου, αρχιμανδρίτου Θεοφύλακτου και Μαρίνας Θησέως. Στην Κυθρέα προλάβαμε, ακόμα, και εξακολουθούν να υπάρχουν τα παλιά αρχοντικά της Τουρκοκρατίας, εκεί στην πλατεία Σεραγίου, όπου ήταν το διοικητήριο, καθώς και τα σπίτια, κατά την παράδοση, του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου.
Σε σχέση με την Κυθρέα είναι τα αναφερόμενα στην τουρκική διοίκηση, καθώς η Κυθρέα αποτελούσε διοικητικό κέντρο. Κι ακόμα γεγονότα και εξεγέρσεις και στάσεις, που έχουν ως σημείο αναφοράς την Κυθρέα, καθώς ο έλεγχος των νερόμυλων της Κυθρέας συνιστούσε και έλεγχο της όποιας κεντρικής εξουσίας. Διαβάζουμε για το θέμα αυτό δύο αποσπάσματα από τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό: «Ελθών λοιπόν ο ρηθείς Τσιφούτογλους Αχμέτ Πασάς εβαρκαρίσθη εις Ακανθούν, και εκίνησε κατ’ ευθείαν εις Κυθρέαν, δια να προκαταλάβη τους μύλους, να μην αλέθωσιν άλευρα, ώστε οπού τοιουτοτρόπως στενοχωρήση την Λευκοσίαν, το ασφάλισμα και περιτείχισμα του αποστάτου, και διήγεν εκεί μήνας δύω, οπού Τσολάκ Μεεμέτης επήγεν εις συναπάντησίν του…»
«Την Μεγάλην Πέμπτην 1765, εσυνάχθησαν από Μεσαορίας και Αμμοχώστου, ως τριακόσιοι Τούρκοι εις Κυθρέαν, και εκράτησαν τους νερόμυλους οπού άλεθαν τα άλευρα της Λευκωσίας, εμποδίζοντας να μη πέμπωνται εις αυτήν άλευρα, να στενοχωρήσουν δηλονότι τους Αγάδες και Ηγεμόνα με τούτο, να παραιτηθούν να μη τους ζητούσι τα επτά φρόσια. Αυτή η αυθάδεια ετάραξε πολύ τους χωραΐτας, εσυμβουλεύθησαν να τους πολεμήσουν, έδραμαν έως έξωθεν της Κυθρ’εας και Σπαΐδες και Γιαννίτζαροι αρματωμένοι…»
Στέκομαι , ακόμα, στην οικογένεια του εθνομάρτυρος και νεομάρτυρος αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού. Έτσι έχουμε καταγεγραμμένο το γενεαλογικό του δέντρο, όπως ξεκινά με την αφελφή του Μαρία, που παντρεύτηκε στην Κυθρέα, και φτάνει ως τις μέρες μας.
Είναι. Ακόμα, οι προύχοντες της Κυθρέας, θύματα της θηριωδίας της 9ης Ιουλίου του 1821 στην Κύπρο. Τότε οι Τούρκοι σκοτώνουν, τους «Χατζή Ιωνάν και Χατζή Αττάλαν, τον εκ του Χωρίου «Έξω Μετοχίου» Πρωτοπαπάν Χριστόδουλον, και τον εκ του χωρίου Βώνην Παπά Ιωάννην.»
Διοικητικό και οικονομικό και πολιτικό κέντρο υψίστης σημασίας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ακόμα, η Κυθρέα. Δεν είναι τυχαίο το τελευταίο έγγραφο του αρχιεπισκόπου Κυπριανού στις 16 Μαΐου του 1821.
«Ευλαβέστατοι ιερείς και λοιποί πάντες ευλογημένοι χριστιανοί του κατηλλικίου Κυθρέας ευχόμενοι ευλογούμεν υμάς πατρικώς… Προσέχετε διά τον Θεόν τέκνα, να μη υποπέσητε εις το παραμικρόν ελάττομα, μήτε με λόγον μήτε με έργον, διότι όποιος εις τοιούτους καιρούς είναι απρόσεκτος, εις τους λόγους του ή εις τα έργα του παιδεύεται με κεφαλικήν τιμωρίαν…Προσέτι τέκνα τα φορέματά σας να είναι σεμνά και ραγιάτικα, τα σαρίκια σας τα ζωνάρια σας τα γεμενιά σας μαύρα, διότι τοιαύτη είναι η προσταγή του αγά αφένδη μας…»
Ολοκληρώνοντας αυτή τη συνοπτική εισαγωγή στον τόπο της Κυθρέας ομολογούμε πως απομένουν πολλά να μελετηθούν και να ειπωθούν. Μια κοινωνιολογική, καθώς και μια παράλληλη οικονομική μελέτη του ρόλου και της σημασίας της Κυθρέας θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη και θα μας οδηγούσε στον καθοριστικό, πολιτικό της ρόλο, εξαιτίας του ελέγχου των αλευρόμυλων. Κι ακόμα μια συστηματξή μελέτη των αρχαιολογικών ευρημάτων και των σχετικών εοιγραφών, καθώς και μια παράλληλη καταγραφή του αρχαιολογικού περιβάλλοντος, από την ακρόπολη των Χύτρων, ως το Βυζάντιο, όπως και η αναζήτηση και καταγραφή των επιγραφών, που σώζονται, θα αναδείκνυε το Βασίλειο των Χύτρων, αλλά και το Βυζαντινό διαμέρισμα των Κυθρίων ή της Κυθηρείας.
Απομένει , πιστεύω, ακόμα, μια συστηματική περιβαλλοντική έρευνα και μελέτη γύρω από το οικοσύστημα της Κυθρέας, καθώς η περιβαλλοντική καταστροφή είναι μοναδική, ίσως, στον τόπο της ιστορίας της Κύπρου. Θυμίζω πως οι Τούρκοι εξαφάνισαν το νερό του Κεφαλόβρυσου, για να καταστραφεί όλο το οικοσύστημα, οι καλλιέργειες και οι κήποι της Κυθρέας. Μια έρευνα, στα πλαίσια της βοτανολογίας και των σπανίων και μοναδικών φυτών της Κυθρέας, θα ήταν ιδιαζόντως χρήσιμη. Το αρδευτικό σύστημα, αλλά και οι νερόμυλοι της Κυθρέας, με τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές τους προεκτάσεις κτλ. Συνιστά ένα άλλο, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, άξονα μελέτης και αναζήτησης. Ήδη σχετικές εργασίες έχουν κατατεθεί. Αναφέρομαι στη συστηματική μελέτη του Κώστα Ζ. Γιαννού και σε όσα αναφέρει ο Σάββας Χρηστίδης.
Είναι, ακόμα, ενδιαφέρον να δει κανείς την παιδεία, ιδιαίτερα στα χρόνια της ύστερης Τουρκοκρατίας και Αγγλοκρατίας, όπου επιφανείς κάτοικοι της Κυθρέας διέπρεψαν στον τόπο της εκπαίδευσης, των Γραμμάτων, αλλά και του δημόσιου βίου, πολιτικού και οικονομικού, γενικότερα. Απομένει, τέλος, η συστηματική καταγραφή της λεηλατημένης Κυθρέας, η αναζήτηση θησαυρών που έχουν χαθεί. Η αναφορά στις εκκλησιές της, στις εικόνες που χάθηκαν, στις αγιογραφίες, που σχεδόν έχουν καταστραφεί, καθώς και η εκτενής, αναλυτική και συστηματική καταγραφή όσων απερίγραπτων και πρωτοφανών εγκλημάτων συνέβησαν κατά την εισβολή. Αλλά και μετά. Ήδη κάποια έχουν περιληφθεί σε σχετικές μαρτυρίες και μονογραφίες ή βρίσκονται στο Αρχείο Προφορικής Ιστορίας του «Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών».
Νίκος Ορφανίδης
Ο ΤΟΠΟΣ ΤΗΣ ΚΥΘΡΕΑΣ
Επιστρέφουμε, έτσι, νοσταλγοί στον ιερό τόπο της Κυθρέας. Παίρνουμε το δρόμο της Αμμοχώστου που οδηγεί στην Κυθρέα, ανεβαίνουμε τους λόφους, εισερχόμαστε, όπως ξέρουμε από τα δυτικά στην Κυθρέα, διασχίζοντας το δρόμο με τα κυπαρίσσια στις δυο του πλευρές, πλησιάζουμε στον αστυνομικό σταθμό, φτάνουμε στην πλατεία Σεραγίου κι έπειτα σκορπίζουμε στις γειτονιές. Κι έπειτα ανηφορίζουμε προς το βουνό. Φτάνουμε στον Κεφαλόβρυσο, στρίβουμε αριστερά προς το Φιλλέρι. Άλλοι δεξιά, προς τη Χαλεύκα. Κι άλλοι κατηφορίζουμε μέσα από την κορυφή του πενταδαχτύλου, προς τη θάλασσα της Κερύνειας, μέσα σε μια απαστράπτουσα μέρα.
Επιστρέφουμε νοσταλγοί. Εισερχόμαστε περιδεείς και αμήχανοι στην κωμόπολη της Κυθρέας. Οι δρόμοι άδειοι. Ψυχή. Τίποτε πια δεν είναι το ίδιο. Όλα έχουν αλλάξει πια. Τίποτε σχεδόν δεν μας θυμίζει την Κυθρέα που αγαπήσαμε.
Τα σπίτια ξεκάρφωτα στους δρόμους. Γυμνά, ξεχαρβαλωμένα, αγνώριστα. Χαμηλοτάβανα. Κάποια χωρίς στέγες, χωρίς πόρτες και παράθυρα. Οι δρόμοι στενοί.
Το τοπίο και αυτό γυμνό. Έρημο. Χωρίς δέντρα. Χωρίς ένα πράσινο φύλλο. Όλα γυμνά, κιτρινισμένα, ξεραμένα. Τα περιβόλια χάθηκαν εδώ και καιρό. Το ίδιο και τα ποτάμια και τα νερά.
Περιτρέχουμε τις γειτονιές. Τα τοπία, που γνωρίζαμε, έχουν αποσυρθεί. Τα πιο πολλά έχουν φύγει, έχουν χαθεί. Τα μεγάλα δέντρα της αυλής ξεραμένα. Όπως και τα ατέλειωτα περιβόλια. Και τα νερά που έτρεχαν από παντού.
Οι φίλοι της γειτονιάς, έτσι όπως κάποτε ήταν καθισμένοι στα καφενεία της πλατείας, στο φως της σελήνης, πίνοντας το ούζο τους, χάθηκαν κι αυτοί. Τα κέντρα της Κυθρέας άδεια. Πάνε και τα μικρά τραπεζάκια, με τα ποτήρια και τους λιγοστούς μεζέδες.
Τα καφενεία γυμνά, έρημα. Χωρίς τους γέροντες, που κάθονταν με τις ώρες στα καφενεία και στην πλατεία. Τα μικρά καφενεδάκια, στις γειτονιές που γνωρίζαμε, έκλεισαν, για να ακολουθήσει η απόλυτη σιωπή. Ξεχάστηκαν πια όλα, όπως ξεχάστηκαν και χάθηκαν κόσμος και κόσμος, οι αγνοούμενοι της εισβολής.
Ξεραμένα δέντρα. Κάπου-κάπου στις γειτονιές καμμιά μονάχα μαυρομμάτα ή ροδιά. Όλα τα ελαιόδεντρα και τα περιβόλια, π’ ανάστησαν οι γονείς μας, χάθηκαν, ξεράθηκαν, καθώς κατάφεραν οι Τούρκοι και αφάνισαν το νερό του Κεφαλόβρυσου, που στέρεψε αναπάντεχα, ύστερα από αιώνες αιώνων. Ελαιώνες, που γέμιζαν τη ζωή μας, και νερά, που έτρεχαν από παντού, έγιναν άφαντα.
Το Κεφαλόβρυσο της Κυθρέας, που πότιζε το βασίλειο των αρχαίων Χύτρων, από την εποχή του πρώτου, του μυθικού εκείνου αποικισμού, και την επιστροφή των ηρώων, ύστερα από΄τον πόλεμο της Τροίας, άδειο. Ούτε σταγόνα νερού. Άνοιξε λες η γη και το αφάνισε. Το ρούφηξε. Η οικολογική καταστροφή μοναδική και μη αναστρέψιμη.
Πάνε, τώρα, τα γιασεμιά και οι γλάστρες, οι τριανταφυλλιές. Άδεια τα σπίτια που γνωρίζαμε. Ένα-ένα έφυγαν τα έπιπλα, οι παλιές καρέκλες, τα κάδρα στους τοίχους, τα εικονίσματα. Κρεβάτια, ερμάρια, πολυθρόνες βγήκαν και χάθηκαν, όπως χάθηκε κι η ζωή που γνωρίσαμε, πριν έλθει η μεγάλη καταστροφή.
Επιστρέφουμε νοσταλγοί στον τόπο της Κυθρέας, μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου του Δήμου. Περιδιαβάζουμε τις εκκλησιές, τα ξωκκλήσια, τα παρεκκλήσια. Μαζί, και τους αγίους. Με τις σεβάσμιες μορφές τους, έτσι όπως σώζονταν στα εικονοστάσια και τις παλιές βυζαντινές τοιχογραφίες. Έτσι όπως τ’ αφήσαμε. Μόνο που δεν είναι τα ίδια. Όλα είναι κατεστραμμένα, βεβηλωμένα και λεηλατημένα.
Η Κυθρέα, κάποτε, μας υποδεχόταν με τις μεγαλόπρεπες, πετρόκτιστες εκκλησιές της.
Στην ενορία της Θεοτόκου μας υποδεχόταν, άλλοτε, το Μοναστήρι της Παναγίας της Θεοτόκου, με τις παλαιές και μοναδικές τοιχογραφίες της, με τις σπάνιες εικόνες της και τη μεγάλη ιστορία της. Πώς ανακτήθηκε από τους καθολικούς, πώς έγινε τόπος διαμονής του αρχιεπισκόπου κάθε φορά που επισκεπτόταν την Κυθρέα. Στον δρόμο μας προς το βουνό, αφήνοντας πίσω την πλατεία Σεραγίου, που ήταν το διοικητικό κέντρο στα χρόνια της τουρκοκρατίας αλλά και πριν, στην φραγκοκρατία, είναι η εκκλησία της αγίας Μαρίνας. Μια εκπληκτική εκκλησία, που ανακαινίσθηκε το 1734, με αγιογραφίες και εικόνες μοναδικές. Μαρτυρείται η αγία εικόνα του Χριστού του 1671, εικόνα του αγίου Τρύφωνος, φέρουσα υπογραφήν επί αρχιθύτου Κύπρου Κυπριανού, 1820, εικόνα επί κηροπάνου που παριστά τον άγιον Τάφον, με χρονολογία 1797. Τοιχογραφία στο νότιο τοίχο του Αγίου Γεωργίου, του 1763, με την ένδειξη Ιωαννικίου μοναχού χειρ, κι απέναντι τοιχογραφία του αρχαγγέλου Μιχαήλ, της ίδιας εποχής. Πριν ανακαινισθεί, ο ναός ήτο πλήρης τοιχογραφιών της Βυζαντινής περιόδου. Τώρα ο ναός είναι βεβηλωμένος. Δίπλα οι Τούρκοι έκτισαν ένα τεράστιο τζαμί.
Αμέσως μετά, η μεγαλόπρεπη εκκλησία του αγίου Ανδρονίκου. Μπαίνουμε αμήχανοι στην εκκλησία του αγίου Ανδρονίκου. Η εκκλησία ερειπωμένη. Κατεστραμμένη. Χωρίς πόρτες και παράθυρα. Χωρίς στέγη. Με τις ελάχιστες τοιχογραφίες καταστρεμμένες στο νότιο τοίχο. Είναι ο άγιος Ανδρόνικος και η αγία συμβία του Αθανασία. Ο άγιος Μηνάς στο άλογό του. Κι οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Παλιά στο εικονοστάσι ήταν η εικόνα του αγίου Δημητριανού. Με την ένδειξη, «Ο άγιος Δημητριανός Επίσκοπος Κυθηρίας της Κύπρου».
Αριστερά φαίνεται η εκκλησία του αγίου Γεωργίου. Απρόσιτη. Όπως και το κοιμητήριο. Χώρος στρατοκρατούμενος.
Διασχίζουμε τον Φραγκομαχαλά. Με τα ωραία αρχοντικά. Στη στροφή ο μύλος, ο τεράστιος πλάτανος, το καφενείο του Γρηγόρη. Ο δρόμος δεξιά κατηφορίζει προς την Καμάρα, που πήρε το όνομά της από το μοναδικό για την εποχή γεφύρι, έξω από την κοινότητα, τη γειτονιά της Καμάρας, προς την περιοχή του αγίου Δημητριανού.
Προχωρούμε πιο πάνω και συναντούμε το δημαρχείο της Κυθρέας. Πάνω ψηλά στο λόφο, το Δημοτικό σχολείο. Σκεφτόμαστε τώρα, χρόνια μετά, πού πήγε όλος αυτός ο κόσμος, πού σκορπίστηκε και πώς χάθηκε αναπάντεχα στους δρόμους της προσφυγιάς και της μετανάστευσης. Καθώς τους σκεφτόμαστε και τους μνημονεύουμε, έρχεται μαζί τους ένας ολόκληρος κόσμος. Ένας κόσμος που έσφυζε από ζωή. Τους μνημονεύουμε τώρα, όλους που έφυγαν, όλο αυτό τον κόσμο της προσφυγιάς και της μετανάστευσης και της ξενητειάς, κι αναρωτιόμαστε για όλους που έχουν χαθεί στους δρόμους του κόσμου, για μας που ξυπνήσαμε ένα πρωί σ’ άγνωστους τόπους, σ’ άγνωστες πόλεις, με πρόσωπα και με φωνές παράξενες, νοσταλγώντας και μιλώντας για τα παλιά. Για όσους δεν μπόρεσαν να γυρίσουν και να ξαναδούν την Κυθρέα. Για μας, που δεν θα ξαναδούμε την Κυθρέα, όπως ακριβώς την αφήσαμε.
Είμαστε, τώρα, ψηλά στο Δημοτικό σχολείο Κυθρέας. Νομίζεις πως από στιγμή σε στιγμή θα γυρίσουν όλοι. Πως θα συναντηθούμε με όλους τους φίλους από το Δημοτικό. Τώρα το σχολείο, με τις νεοκλασσικές του κολόνες στο ύψωμα, άδειο. Ερειπωμένο. Χωρίς τους δασκάλους, που γνωρίσαμε. Χωρίς τα παιδιά. Έρχεται συνέχεια στη μνήμη, κι’ όσο περνούν τα χρόνια, συχνότερα, ο κόσμος της παιδικής και εφηβικής μας μνήμης. Έρχονται όλοι, μ’ ένα τρόπο παράξενο, διεκδικώντας το δικό τους χώρο, τώρα που όλοι έχουμε μαζευτεί στην άχαρη πόλη, με τα αυτοκίνητα, τα καυσαέρια και το θόρυβο.
Καθώς περιδιαβάζουμε την Κυθρέα, έρχονται και μας συναντούν, κόσμος και κόσμος από μακριά, φίλοι και γνωστοί και συγγενείς που χάθηκαν πια. Άνθρωποι από την παλιά μας γειτονιά που χάθηκε κι αυτή. Έρχονται και μας βρίσκουν, καθόμαστε και τα λέμε. Μιλούμε για όλα τα χαμένα χρόνια στην προσφυγιά και στην εξορία και στην ξενιτειά. Ένα ατέλειωτο πλήθος, που έφυγε ένα πρωί κι ύστερα χάθηκε και δεν γύρισε ποτέ. Φίλοι που χάθηκαν μαζί με την Κυθρέα, μέσα σε εκείνο τον χαμό. Όλοι εκείνοι που δεν πρόλαβαν καν να πάρουν το λεωφορείο της φυγής, όταν τα τουρκικά αεροπλάνα τους βομβάρδιζαν ανηλεώς.
Γυρίζουμε στις παλιές γειτονιές. Νομίζεις πως σε λίγο από τους δρόμους της Κυθρέας θ’ ακούσεις να περνούν τα παλιά λεωφορεία. Να διασχίσουν τους στενούς δρόμους. Έτσι ανακαλύπτουμε πως βρίσκουμε ελάχιστα από όσα αφήσαμε. Έκπληκτοι διαπιστώνουμε οι περισσότεροι πως χάθηκε και το σπίτι της γιαγιάς, και το δικό μας, που το κατεδάφισαν, που το ανέσκαψαν εκ θεμελίων οι Τούρκοι. Τώρα τίποτα. Ούτε το περιβόλι ούτε ο κήπος ούτε τα νερά. Ένα απέραντο γυμνό τοπίο η Κυθρέα.
Πάει πια η Κυθρέα. Τίποτε δεν απέμεινε. Ούτε άνθρωποι. Ούτε τα γήπεδα, στην είσοδο του χωριού, που τώρα βρίσκονται σε στρατιωτική ζώνη, απλησίαστα. Θυμάμαι, κάθε Κυριακή, που γύριζαν από το γήπεδο οι ποδοσφαιριστές, νικητές ή ηττημένοι, τραγουδούσαν άσματα και κάποιοι εμβατήρια και πατριωτικά τραγούδια. «Μέσα μας βαθειά για σένα / μια λαχτάρα πάντα ζει». Μ’ αυτή τη λαχτάρα φύγαμε όλοι από την Κυθρέα. Μ’ αυτήν ακριβώς τη λαχτάρα θα φύγουμε όλοι, καθώς ο καιρός και τα χρόνια φεύγουν ραγδαία, χωρίς επιστροφή.
Προχωρούμε, τώρα, στην ενορία της Χαρδακιώτισσας, με τον επιβλητικό ναό της Παναγίας, για την οποία έχουμε επιγραφές από το 1751. Ιδιαίτερης ιστορικής αξίας η εικόνα της Παναγίας, παλαιότατη και αρχαιότατη. Εδώ ακόμα ήταν το εικόνισμα του Αγίου Δημητριανού, επισκόπου Χύτρων, που ακολούθησε τους αιχμαλώτους χριστιανούς στη Βαγδάτη, κατά τις αραβικές επιδρομές και πέτυχε να τους ελευθερώσει και να τους φέρει πίσω.
Πιο πάνω η αγία Άννα. Κι ο άγιος Αντώνιος των Μαρωνιτών. Στην ενορία αυτή και το παρεκκλήσι του αγίου Γεωργίου.
Γυρίζουμε πίσω. Στη Χρυσίδα, όπου η νέα πρόσβαση προς την Κυθρέα, ο ναός του Τιμίου Σταυρού Χρυσίδας. Και πιο κάτω το παρεκκλήσι του αποστόλου Λουκά.
Τώρα πια όλα έχουν αλλάξει, έχουν παραμορφωθεί. ‘Ερχεται, έτσι, παράξενα στο μυαλό μας όλος εκείνος ο κόσμος, που κάποτε περνούσε από τους δρόμους, με τα γέλια, τις φωνές, τα πειράγματα, τα κουδουνίσματα των ποδηλάτων, που ανέβαιναν στον ουρανό. Που γυρνούσαν στις γειτονιές, που χάνονταν στο σκοτάδι της νύχτας ή κατηφόριζαν στην πρωινή δροσιά.
‘Οσα πιο πάνω θυμηθήκαμε και διαβάσαμε και είδαμε, ας είναι ένα μνημόσυνο, για όλους τους εξόριστους του κόσμου τούτου, όλους εκείνους που χάθηκαν στους ατέλειωτους δρόμους του κόσμου. Για τον κόσμο της αγαπημένης μας Κυθρέας.
Νίκος Ορφανίδης
Η ΚΥΘΡΕΑ, Ο Π.Α.Ο.Κ. ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ
Φέτος ο Π.Α.Ο.Κ. κλείνει αισίως τα Πενηντάχρονά του. Η ίδρυση του Π.Α.Ο.Κ. και η μακρά πορεία του, συνδέθηκε με τα δύσκολα χρόνια μετά την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Αύγουστο του 1960 και τα δεινά που επήλθαν λόγω του διχασμού, από την παράνομη Τουρκική εισβολή στις 20 Ιουλίου του 1974 και τη συνεχιζόμενη κατοχή της πατρώας γης.
Ο Π.Α.Ο.Κ. όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια του ξεριζωμού, σαν Κιβωτός της Κυθρέας, ενώνει τους ανθρώπους της, που εξαιτίας της προσφυγιάς είχαν διασκορπιστεί στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Έτσι αποδεικνύεται περίτρανα ότι η Κυθρέα είναι και οι άνθρωποί της.
Σκοπός των μελών του Π.Α.Ο.Κ. είναι η διατήρηση της ελπίδας για επιστροφή στην Κυθρέα. Ο Π.Α.Ο.Κ. μέσα από τη διατήρηση μόνιμων οργάνων και θεσμών καθίσταται διαχρονικός, συμβάλλοντας στη διατήρηση άσβεστης της μνήμης της κωμόπολής μας, ενισχύοντας τον αγώνα για επιστροφή στις πατρογονικές μας εστίες και την τελική δικαίωση.Ο Π.Α.Ο.Κ. έχοντας το βλέμμα του στις νεότερες γενιές έχει αναπτύξει πολυσχιδή πνευματική και αθλητική δράση όπως η συμμετοχή στο Παγκύπριο Διασωματειακό Πρωτάθλημα Β΄ Κατηγορίας Ανδρών Επιτραπέζιας Αντισφαίρισης και η διατήρηση ακαδημίας για το ίδιο άθλημα. Στους μελλοντικούς στόχους του Π.Α.Ο.Κ. είναι η ανέγερση προπονητικού κέντρου στο υφιστάμενο οίκημα του Π.Α.Ο.Κ., για την περαιτέρω αναβάθμιση της ακαδημίας της Επιτραπέζιας Αντισφαίρισης.
Ο Π.Α.Ο.Κ. για μας τις νεότερες γενιές είναι ο σύνδεσμος με την Κυθρέα, ένα ζωντανό κύτταρο της Κυθρέας στον τόπο της προσφυγιάς που θυμίζει την Κυθρέα και επιτρέπει την γνωριμία των συγχωριανών αλλά και τη συχνή επαφή των φίλων.
Οι νεότερες γενιές, δεν ζήσαμε στην Κυθρέα λόγω του ότι η παράνομη τουρκική εισβολή μας στέρησε αυτό το δικαίωμα. Μέσα όμως από τις διηγήσεις των παππούδων μας και των πατεράδων μας για τη Κυθρέα διατηρούμε την ταυτότητά μας. Τριανταοχτώ χρόνια στην προσφυγιά αποκομμένοι από τον ομφάλιο λώρο της Κυθρέας δεν έχουμε λησμονήσει ότι η Κυθρέα είναι ο τόπος καταγωγής μας.
Η Κυθρέα είναι για μας η γη της ελπίδας, είναι η γη της επιστροφής. Εμείς οι νέοι δεν έχουμε πιει της αρνησιάς το νερό και δηλώνουμε παρόν στην αλλαγή της σκυτάλης.
Μιχάλης Στυλιανού